-
1 επιφραζομαι
(aor. 1 ἐπεφρασάμην - эп. ἐπεφρασσάμην и ἐπεφράσθην)1) придумывать, затевать(τι Her.)
οἷον δέ τὸν μῦθον ἐπεφράσθης ἀγορεῦσαι Hom. — так вот какую речь вздумал ты сказать2) замышлять, готовить(ὄλεθρόν τινι Hom.; γάμον τινί Theocr.)
3) задумывать, изобретать(κακέν τέχνην Hes.)
4) замечать, подмечатьἐ. κατὰ θυμόν HH. — догадаться, понять
5) узнавать6) уразумевать, постигать(βουλήν Hom.)
См. также в других словарях:
επιφράζω — ἐπιφράζω (AM) μσν. φρ. «ἐπιφράζω πρὸς ὀργήν» οργίζομαι αρχ. 1. λέω επί πλέον («δεῑ δή με πρὸς τούτοισι ἐπιφράσαι», Ηρόδ.) 2. μέσ. ἐπιφράζομαι (με απρμφ.) σκέπτομαι, μού ήρθε η ιδέα («τὸ μὲν οὔ τις ἐπιφράσατ’... ἐξερύσαι δόρυ», Ομ. Οδ.) 3. μέσ.… … Dictionary of Greek